σφαιρεύς

σφαιρεύς
-έως, ὁ, Α
νεαρός Σπαρτιάτης που βρισκόταν στην μεταξύ εφήβου και άνδρα ηλικία και ο οποίος ονομάστηκε έτσι, επειδή τότε για πρώτη φορά χρησιμοποιούσε σφαίρες πυγμαχίας ή έπαιρνε μέρος σε παιχνίδια αντισφαίρισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + κατάλ. -εύς (πρβλ. φορ-εύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σφαιρεῖς — σφαιρεύς masc acc pl σφαιρεύς masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρᾶς — σφαιρεύς masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρέων — σφαῑρέων , σφαῖρα ball fem gen pl (epic ionic) σφαῑρέων , σφαῖρα ball fem gen pl (epic ionic) σφαιρεύς masc gen pl σφαιρέω̆ν , σφαιρεύς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”